- αναγκαστήριος
- ἀναγκαστήριος, -α, -ον (Α) ο αναγκαστικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀναγκαστήρ «αυτός που αναγκάζει» < ἀναγκάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναγκαστήρια — ἀναγκαστήριος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγκαστήρ — ἀναγκαστήρ, ο (Α) αυτός που εξαναγκάζει, που επιβάλλει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη. ΠΑΡ. αρχ. ἀναγκαστήριος] … Dictionary of Greek